φλαμέγκο

φλαμέγκο
το
άκλ. (λ. ισπαν.), λαϊκή μουσική, χορός και τραγούδι της Ανδαλουσίας στην Ισπανία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φλαμέγκο — και φλαμένκο, το, και φλαμένκα, η, Ν είδος ισπανικού χορού και μιας αντίστοιχης μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. flamenco «φλαμανδικός, τσιγγάνικος, φανταχτερός»] …   Dictionary of Greek

  • φλαμένκα — η, Ν βλ. φλαμέγκο …   Dictionary of Greek

  • φλαμένκο — το, Ν βλ. φλαμέγκο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”